παραπονεῖται

παραπονεῖται
παρά , ἀπό-νέω
swim
pres ind mp 3rd sg (attic epic)
παρά , ἀπό-ὀνέομαι
D Mort.
pres ind mp 3rd sg (attic epic)
παρά-ἀπονέομαι
go away
pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)
παρά-ἀπονέομαι
go away
pres ind mp 3rd sg (attic epic)
παρά-ἀπονέω
unload
pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)
παρά-ἀπονέω
unload
pres ind mp 3rd sg (attic epic)
παρά-πονέομαι
work hard
pres ind mp 3rd sg (attic epic)
παρά-πονέω
work hard
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγκρίνιαστος — και αγρίνιαστος, η, ο [γκρινιάζω] 1. αυτός που δεν γκρινιάζει, δεν παραπονιέται, δεν μεμψιμοιρεί 2. αυτός για τον οποίο δεν παραπονείται κανείς …   Dictionary of Greek

  • γκρινιάρης — α, ικο [γκρίνια] 1. αυτός που συνεχώς παραπονείται 2. εριστικός, καβγατζής 3. το μωρό που συνεχώς κλαψουρίζει …   Dictionary of Greek

  • διάσειση — Παθολογική κατάσταση που μπορεί να αφορά οποιοδήποτε όργανο του σώματος, κατά την οποία διαταράσσονται πρόσκαιρα οι λειτουργίες του, χωρίς να συνυπάρχει ανιχνεύσιμη ανατομική βλάβη. Συνηθέστερα παρατηρείται η εγκεφαλική δ., που προκαλείται από… …   Dictionary of Greek

  • μεμψίμοιρος — η, ο (Α μεμψίμοιρος, ον) αυτός που παραπονείται κατά τής μοίρας του, παραπονιάρης, γκρινιάρης («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεμψίμοιρον η μεμψιμοιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμψι… …   Dictionary of Greek

  • μικραίτιος — μικραίτιος, ον (Α) αυτός που παραπονείται για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + αἴτιος] …   Dictionary of Greek

  • μούτρο — το (Μ μοῡτρο και μοῡτρον) συν. στον πληθ. τα μούτρα το πρόσωπο, η όψη τού ανθρώπου, η μορφή, η φάτσα («πλύνε τα μούτρα σου») νεοελλ. 1. μτφ. α) ανήθικος άνθρωπος, κατεργάρης, φαύλος («είναι αυτός ένα μούτρο») β) δύστροπος 2. φρ. α) «με τί μούτρα… …   Dictionary of Greek

  • οδύρτης — ὀδύρτης, ὁ (Α) [οδύρομαι] αυτός που οδύρεται ή παραπονείται …   Dictionary of Greek

  • παραπονιάρης — α, ικο (για πρόσ.) αυτός που παραπονείται διαρκώς, μεμψίμοιρος, κλαψιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράπονο + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαψ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”